- εἵμαρτο
- μείρομαιreceive as one's portionplup ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μείρομαι — (I) (ΑM μείρομαι) 1. (στον παθ. παρακμ. και υπερσ. ως απρόσ.) εἵμαρται, εἵμαρτο είναι πεπρωμένο, είναι (ήταν) ορισμένο από τη μοίρα («νῡν δὲ με λευγαλέῳ θανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι», Ομ. Ιλ.) 2. (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ἡ εἱμαρμένη η μοίρα,… … Dictionary of Greek
Рок или судьба — (μοϊρα, αΐσα, τύχη, άνάγκη, είμαρμένη, πεπρωμένη; см. Доля) имеет в древнегреческой литературе двоякое значение: первоначальное, нарицательное, пассивное предопределенной каждому смертному и отчасти божеству доли, участи, и производное,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
συγγιγνώσκω — ΜΑ, και ιων. τ. συγγινώσκω Α [γιγνώσκω] (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) συνεγνωσμένος, η, ον από κοινού κατανοητός, από κοινού αντιληπτός αρχ. 1. έχω την ίδια γνώμη, συμφωνώ με κάποιον 2. (νομ.) έρχομαι σε συμφωνία με κάποιον 3. μυούμαι στη γνώση… … Dictionary of Greek
ώβρατο — Α (κατά τον Ησύχ.) «εἵμαρτο» … Dictionary of Greek